μεταποιήσιμος

μεταποιήσιμος
-η, -ο
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταποιήσει, αυτός που επιδέχεται μεταποίηση («μεταποιήσιμο υλικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταποιητός — ή, ό [μεταποιώ] 1. μεταποιήσιμος 2. αυτός που έχει προέλθει από μεταποίηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”